- ὑπερβόλιμος
- ὑπερβόλ-ιμος, ον, (A
ὑπερβολή 111
) to be put off, delayed, ὑπερβόλιμοι δίκαι deferred suits, PHal.1.139, al. (iii B. C.), cf. Sch.Ar.V.592.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπερβολή 111
) to be put off, delayed, ὑπερβόλιμοι δίκαι deferred suits, PHal.1.139, al. (iii B. C.), cf. Sch.Ar.V.592.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερβόλιμος — ον, Α αυτός που επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή, με σημ. «αναβολή, αργοπορία» + κατάλ. ιμος (πρβλ. ἐμβόλ ιμος)] … Dictionary of Greek
ὑπερβόλιμον — ὑπερβόλιμος to be put off masc/fem acc sg ὑπερβόλιμος to be put off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)